βαρυγγώμια

βαρυγγώμια
και βαργώμια και βαρυγγώμηση, η [βαρυγγωμώ]
1. το να έχει κανείς παράπονα ή αφορμή δυσαρέσκειας εναντίον κάποιου (κυρίως πεθαμένου)
2. δυσφορία, λύπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”